Η από κοινού έκδοση ανακοίνωσης-καταγγελίας των ιδιοκτητών των ιδιωτικών κέντρων ειδικής αγωγής και των λογοπεδικών-λογοθεραπευτών-ειδικών παιδαγωγών μαρτυρά ότι η παρέμβαση έχει να κάνει με την αναδιανομή ή περικοπή της πίτας που επιχειρεί η ηγεσία του υπουργείου Υγείας.
Δίνει την εντύπωση ότι σπεύδουν οι ιδιοκτήτες να διασώσουν τα κέρδη τους, ενώ οι υπάλληλοι λογοθεραπευτές (ειδικοί παιδαγωγοί κ.λπ.) πασχίζουν για την εξασφάλιση ενός εισοδήματος που κινδυνεύουν να χάσουν αν αυστηροποιηθούν οι συνταγογραφήσεις, εφόσον είναι υποχρεωμένοι να βρίσκουν πηγή εισοδήματος αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα.
Στην ανακοίνωσή τους οι επιστήμονες και οι ιδιοκτήτες των κέντρων, αφού καταγγέλλουν συνολικά την προσπάθεια του υπουργείου Υγείας αλλά και της ειδικής επιτροπής με επικεφαλής τον Δ. Αναγνωστόπουλο, καταλήγουν ότι προτάσσουν το καλό των παιδιών. «Ανησυχούμε για την υποβάθμιση και την υπονόμευση των υπηρεσιών μας με άμεσο αντίκτυπο στα παιδιά και στους εφήβους που χρήζουν θεραπευτικών παρεμβάσεων».
Στην ανακοίνωση που συνυπογράφουν οι σύλλογοι-σωματεία, καταγγέλλουν μεταξύ άλλων το υπουργείο Υγείας ότι επιχειρεί να νομιμοποιήσει ένα πόρισμα το οποίο οι εκπρόσωποί τους δεν υπέγραψαν, ότι δημιουργεί αυθαίρετα θεραπευτικά πρωτόκολλα τα οποία δεν βασίζονται σε καμία έρευνα, διεθνή ή ελληνική, ούτε σε επιστημονικά δεδομένα, αλλά αποτελούν αυθαίρετο δημιούργημα μεμονωμένων ατόμων της συγκεκριμένης επιτροπής.
Ακόμα, μιλούν για «ανύπαρκτη επιχειρηματολογία του υπουργού Υγείας στην προσπάθειά του να χαρακτηρίσει «επιδημία» την αύξηση των διαγνώσεων», αλλά και για τον κλειστό προϋπολογισμό για την ειδική αγωγή και την πολιτική πρόθεση για κάλυψη θεραπειών μόνο στους επαγγελματίες που θα υπογράψουν συμβάσεις.
«Η ανάγκη θεσμοθέτησης ενός σύγχρονου και λειτουργικού πλαισίου στον τομέα της ειδικής αγωγής-ειδικής θεραπείας είναι παραπάνω από προφανής. Οφείλουμε να υιοθετήσουμε τις διεθνώς αποδεκτές κατευθυντήριες οδηγίες, να δημιουργήσουμε έγκυρα θεραπευτικά πρωτόκολλα και να προβλέψουμε μηχανισμούς αξιολόγησης της ποιότητας της φροντίδας και της ορθολογικότερης διαχείρισης των δημόσιων πόρων», απαντά μιλώντας στην «Εφ.Συν.» ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός και προσθέτει ότι «μέχρι σήμερα δεν υπήρξε από κανέναν τεκμηριωμένος επιστημονικός αντίλογος στις διαπιστώσεις και τις προτάσεις του πορίσματος».
Το υπουργείο Υγείας θεωρεί ότι αποτελεί το πόρισμα αυτό το πλαίσιο για τη συγκρότηση -για πρώτη φορά- ενός Εθνικού Σχεδίου στον χώρο της ειδικής αγωγής-θεραπείας με στόχο την εγγυημένη κάλυψη των πραγματικών αναγκών των παιδιών και των οικογενειών τους.
«Με ευαισθησία απέναντι σε μια ευαίσθητη ομάδα που χρειάζεται ειδική μέριμνα και φροντίδα και απέναντι στις οικογένειες που αγωνιούν, προσανατολιζόμαστε σε μια ρύθμιση που θα συνδυάζει τη δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής ειδικού θεραπευτή, τη συνέχεια της θεραπευτικής φροντίδας και τη σημαντική οικονομική ανακούφιση των γονιών.
»Θα επιδιώξουμε τη μέγιστη δυνατή συνεννόηση με τους Συλλόγους των Ειδικών Θεραπευτών και τους Συλλόγους Γονέων όχι για να μην αλλάξει τίποτα, αλλά για να γίνουν βήματα βελτίωσης και αναβάθμισης των παρεχόμενων και αποζημιούμενων υπηρεσιών», τονίζει ο υπουργός Υγείας.
Πριν από έναν μήνα η «Εφ.Συν.» είχε ανοίξει τον φάκελο μαθησιακές δυσκολίες, διάσπαση προσοχής, με ή χωρίς υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ), και αυτισμός και διερευνούσε πώς από την πλήρη άγνοια φτάσαμε στις υπεράριθμες διαγνώσεις, με αποτέλεσμα ως χώρα να κατέχουμε το παγκόσμιο ρεκόρ στις μαθησιακές δυσκολίες, με συχνότητα που προσέγγιζε το 30%, σύμφωνα με τα στοιχεία προ πενταετίας, ενώ θα έπρεπε να κυμαίνεται στο 2-4% («Βιομηχανία… διαγνώσεων παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες», 16/4/2018).
Οι αριθμοί
Για κατασκευασμένα ποσοστά αλλά και σύνδρομα (βλέπε ΔΕΠΥ) στη χώρα μας μιλούσαν ο καθηγητής Παιδοψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Παιδοψυχιατρικής Εταιρείας Ελλάδος, Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, και ο εμβληματικός ψυχίατρος, από τους πρωτεργάτες της αποασυλοποίησης της Λέρου, Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου.
Ο αντιπρόεδρος του ΕΟΠΥΥ, αρμόδιος για τα θέματα ειδικής αγωγής, Παναγιώτης Γεωργακόπουλος, μιλώντας στην «Εφ.Συν.» κάνει λόγο για «ποσοστό διαγνώσεων μαθησιακών δυσκολιών σήμερα που αγγίζει το 35% του παιδικού πληθυσμού».
Πέραν του ότι οι διαγνώσεις ξεπερνούν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο ΕΟΠΥΥ βλέπει «ταυτόσημες θεραπείες, όλες εκ των οποίων συστήνουν, για κάθε περίπτωση, 15 εργοθεραπείες, 15 λογοθεραπείες, 15 φυσικοθεραπείες τον μήνα, γεγονός που μας προβλημάτισε».
Το 2016 εκδόθηκαν 653.808 αποφάσεις ειδικής αγωγής από τις οποίες οι 273.000 αφορούσαν λογοθεραπείες, οι 103.000 φυσικοθεραπείες και οι 26.000 εργοθεραπείες και πληρώθηκαν συνολικά 80.243.861 ευρώ στην ειδική αγωγή. Εναν χρόνο νωρίτερα, το 2015, εκδόθηκαν 850.538 αποφάσεις ειδικής αγωγής και πληρώθηκαν συνολικά 104.743.341 ευρώ.
Οι αριθμοί που παραθέτει ο Π. Γεωργακόπουλος μιλούν από μόνοι τους και αφορούν αποκλειστικά το κομμάτι της θεραπείας που πληρώνει ο ΕΟΠΥΥ και όχι την ιδιωτική δαπάνη, τα χρήματα που βάζουν οι γονείς από την τσέπη τους. Διότι το βάρος της υπερδιάγνωσης καλούνται φυσικά να σηκώσουν οι οικογένειες, ενώ η διαχρονική απουσία του «δημόσιου» από το εν λόγω πεδίο οδήγησε στην άνθηση του… ιδιωτικού.
Το ποσό που λαμβάνουν οι γονείς από το Ταμείο για να προχωρήσουν στη θεραπεία στα ιδιωτικά κέντρα δεν είναι ποτέ αρκετό για την ολοκλήρωση της θεραπείας, αλλά λιγότερα από τα μισά που απαιτούνται. Ετσι, όσοι έχουν βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη προκειμένου να κάνει το παιδί τους την ενδεδειγμένη θεραπεία.
«Αν εξορθολογιστούν οι διαγνώσεις, τότε τα 80 εκατ. ευρώ που είναι ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ για την ειδική αγωγή θα είναι υπεραρκετά και δεν θα χρειάζεται οι γονείς να πληρώνουν και από την τσέπη τους», προσθέτει ο Π. Γεωργακόπουλος.
Είναι αρκετό όμως το Εθνικό Σχέδιο για να καλύψει τις ανάγκες των παιδιών; Οχι. Η επικέντρωση απλώς στις όποιες ρυθμίσεις για την ίδρυση και αδειοδότηση των ιδιωτικών κέντρων, την τιμολόγηση των παρεχόμενων θεραπειών κ.λπ. είναι πολιτική πρακτική που δεν κάνει άλλο από το να ανακυκλώνει το πρόβλημα.
Διαπλεκόμενα συμφέροντα
Μια ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος των όποιων θεραπειών στα παιδιά θα ήταν συνυφασμένη με την επαρκή στελέχωση των υπαρχουσών δημόσιων παιδοψυχιατρικών υπηρεσιών και, ταυτόχρονα, με την ίδρυση νέων, ως τη μόνη απάντηση στην πλήρη ιδιωτικοποίησή τους.
«Θεωρείται δεδομένη η υπάρχουσα κατάσταση όπου οι θεραπείες των παιδιών γίνονται σχεδόν αποκλειστικά στην πληθώρα των ιδιωτικών κέντρων που υπάρχουν, με όλο το παγιωμένο δίκτυο διαπλεκόμενων συμφερόντων που κανένας εξορθολογισμός δεν θα διορθώσει, όσο ο ιδιωτικός τομέας θα εξακολουθεί να παραμένει ο ουσιαστικός ανάδοχος των θεραπειών», λέει μιλώντας στην «Εφ.Συν.» ο Θ. Μεγαλοοικονόμου και προσθέτει:
«Πόσο πιο εύκολη γίνεται η διαπλοκή όταν όλα, πλέον, επαφίενται στον ιδιωτικό τομέα, καθώς είναι γνωστό ότι το όποιο πρωτόκολλο γίνεται εύκολα το άλλοθι, από τη μια, για τις όποιες αθέμιτες πρακτικές και από την άλλη, για τις όποιες επιδιωκόμενες περικοπές».